- εκκράζω
- ἐκκράζω (Α)φωνάζω δυνατά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκράζειν — ἐκκράζω cry out pres inf act (attic epic) ἐκκράζω cry out pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέκραγον — ἐκκράζω cry out aor ind act 3rd pl ἐκκράζω cry out aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκραγεῖν — ἐκκράζω cry out aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέκραγε — ἐκκράζω cry out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέκραγεν — ἐκκράζω cry out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέκραξα — ἐκκράζω cry out aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέκραξεν — ἐκκράζω cry out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκραυγάζω — ἐκκραυγάζω (Α) εκκράζω … Dictionary of Greek
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
ՃՉԵՄ — (եցի.) NBH 2 0186 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 17c չ. ՃՉԵՄ κράζω, ἑκκράζω, γοάω, ὁλολύζω եւն. clamo, vociferor, gemo, ejulo, ululo եւն. որ եւ ՃԻՉԵԼ. կականիլ. գուժել. աղաղակել առ ցաւոց. *Ճչէր յերկնելն: Առ ցաւս իւր ճչիցէ: Ճչեա՛ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)